ποταπός

ποταπός
ποταπός, ή, όν a substitute for the older ποδαπός (the latter occurs Aeschyl., X., Pla.+; Jos., Bell. 4, 169, Ant. 6, 345; so D Mk 13:1; Lk 1:29; 7:39; s. Lob., Phryn. p. 56f; Schwyzer I 604, 1), but only in the sense quotable for ποδαπός (Demosth.+) interrogative reference to class or kind, of what sort or kind(?) (Dionys. Hal.; Lucian; ApcSed 7:1; Philo; Jos., Bell. 2, 32, C. Ap. 1, 255 al.; POxy 1678, 16 [III A.D.]; Sus 54 LXX; B-D-F §298, 3; Rob. 741) of persons Mt 8:27; 2 Pt 3:11; Hs 8, 6, 3. τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνή who and what kind of woman Lk 7:39 (cp. Jos., Ant. 7, 72 and the related formulation εἰς τίνα ἢ ποῖον καιρόν ‘to what or what sort of time’ 1 Pt 1:11 [s. καιρός 1a]). ποταποὶ τὴν μορφήν what kind of form they have ApcPt 2:5.—ποταπός ἐστιν τῇ εἰδέᾳ ὁ Παῦλος how Paul looked AcPl Ant 13, 13–15 (=Aa I 237, 2). Of things Lk 1:29; Hv 3, 4, 3; Hs 4:3; 6, 3, 4. Somet. the context calls for the sense how great, how wonderful Mk 13:1ab; how glorious 1J 3:1.—In ποταπαὶ … εἰσὶν αἱ πονηρίαι; Hm 8:3 ποταπαί=τίνες: what are the vices?—DELG s.v. πο-B4. M-M. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποταπός — ή, ό, Ν τιποτένιος, χωρίς καμιά αξία, ευτελής (α. «ποταπός άνθρωπος» β. «ποταπή ενέργεια» γ. «σκληρά, δειλά αναθρέμματα τής ποταπής Ασίας», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ποδαπός «από ποιον τόπο», το οποίο χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ποίος, πόσος» και… …   Dictionary of Greek

  • ποταπός — ή, ό τιποτένιος, πρόστυχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποδαπός — και ποταπός, ή, όν, Α (ερωτ. αντων.) 1. από ποια χώρα, από ποιο μέρος, από πού (α. «Ὑδάρνης... εἴρετο Ἐπιάλτην ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός», Ηρόδ. β. «πόθεν ἐπλεύσατ , ὦ ξένοι; ποδαποί; τίς ὑμᾱς ἐξεπαίδευσε πόλις;», Πλάτ.) 2. ποιας ποιότητας, τί είδους …   Dictionary of Greek

  • каков — м., какова ж., каково ср. р., каковой, ст. слав. каковъ ποταπός, болг. какъв, каква, какво, сербохорв. ка̀кав, ка̀ква, ка̀кво. Ср. греч. πηλίκος, лат. quālis. Расширение kakъ (см. сл.); ср. Бернекер 1, 673; Младенов 227 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… …   Dictionary of Greek

  • αλόγιστος — η, ο (Α ἀλόγιστος, ον) αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος 2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος 3. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • ανδράριον — ἀνδράριον, το (Α) [(υποκορ. του) ανήρ] (χλευαστικά) άνθρωπος ποταπός, ελεεινός, ανθρωπάριο …   Dictionary of Greek

  • ανδρίον — ἀνδρίον, το (Α) αντράκι, ανθρωπάριο, ποταπός άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • ανδραποδιστής — ἀνδραποδιστής, ο (Α) 1. αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος 2. «ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῡ» αυτός που για τα χρήματα θυσιάζει την ανεξαρτησία του, φαύλος, ποταπός …   Dictionary of Greek

  • ανελεύθερος — η, ο (Α ἀνελεύθερος, ον) ανάρμοστος σε ελεύθερο άνθρωπο, δουλικός αρχ. 1. χαμερπής, φαύλος, ποταπός 2. φειδωλός, φιλάργυρος 3. αγροίκος, άξεστος 4. δόλιος, πανούργος …   Dictionary of Greek

  • αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”